- ηώκαινο
- Η δεύτερη υποπερίοδος του καινοζωικού αιώνα ή τριτογενούς, η έναρξη της οποίας υπολογίζεται πριν από περίπου 70 εκατομμύρια χρόνια. Διήρκεσε πιθανότατα 30 εκατομμύρια χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων αποτέθηκαν ιζήματα συνολικού πάχους πάνω από 6.000 μ. Μαζί με το παλαιόκαινο (που προηγείται) και το ολιγόκαινο (που έπεται) αποτελεί τη βάση του καινοζωικού αιώνα, που ονομάζεται παλαιογενές. Το η. υποδιαιρείται σε τέσσερις βαθμίδες: λουτήσιο, ωβέρσιο, μπαρτόνιο, λούδιο (Γερμανική Σχολή). Κατά τη Γαλλική Σχολή, το η. χωρίζεται σε κατώτερο –που αντιστοιχεί στο παλαιόκαινο– με τις βαθμίδες μόντιο, θανέτιο, σπαρνάσιο και υπρέσιο· σε μέσο, με τις βαθμίδες λουτήσιο και ωβέρσιο· και σε ανώτερο, με τις βαθμίδες μπαρτόνιο και λούδιο (αντίστοιχη θαλάσσια φάση των δύο τελευταίων είναι το πριαμπόνιο).
Η τυπική σειρά του η. βρίσκεται στο αγγλοπαρισινό λεκανοπέδιο και αντιπροσωπεύεται κυρίως από κροκαλοπαγή, άμμους και ψαμμίτες, αργίλους, μάργες (μερικές φορές λιγνιτοφόρους), οργανογενείς ασβεστόλιθους, πισσολιθικούς ή κλασικούς γύψους κλπ.
Το η. στην Ευρώπη χαρακτηρίζεται από την επανάληψη επικλύσεων (προέλαση της θάλασσας στην ξηρά εξαιτίας ταπείνωσής της) και αποχωρήσεων (ύστερα από την έξαρση της ξηράς).
Στα Β αναδύθηκε το Βόρειο-Ατλαντικό και Σινο-Σιβηρικό ηπειρωτικό σύνολο· στα Ν δημιουργήθηκε η Αφρικανο-Βραζιλιανή ήπειρος, με παράρτημα την Ινδική Χερσόνησο. Ανάμεσα στους δύο αυτούς ηπειρωτικούς όγκους απλωνόταν η Μεσόγειος θάλασσα (ή Τηθύς), που κάλυπτε μέρος της κεντρικής και νότιας Ευρώπης και της βόρειας Αφρικής. Στα Α επικοινωνούσε με τον Ινδικό ωκεανό, ενώ στα Δ κάλυπτε την Κεντρική Αμερική και έφτανε έως τον Ειρηνικό ωκεανό.
Κατά το η., η αλπική ορεογένεση, η αρχή της οποίας βρίσκεται στα τέλη του κρητιδικού, άρχισε να προκαλεί τις μετατροπές εκείνες που έγιναν αιτία να αποκτήσει η Ευρώπη (κατά τη διάρκεια του τριτογενούς και τεταρτογενούς) τη σημερινή μορφή της. Πτυχώθηκαν και αναδύθηκαν οριστικά τα όρη της Προβηγκίας και τα Πυρηναία, ενώ άρχιζε η πτύχωση της Αλπικής οροσειράς, οι οξύτερες φάσεις της οποίας συντελέστηκαν αργότερα, κατά το ολιγόκαινο. Στην Αμερική μόλις άρχιζε η ανύψωση των Βραχωδών ορέων.
Συνέπεια των ορεογενετικών κινήσεων υπήρξε η ανανέωση της ηφαιστειακής δραστηριότητας –που κατά το κρητιδικό παρουσίαζε σχετική ύφεση– με εκδηλώσεις συχνά εντυπωσιακές (Βόρεια και Κεντρική Αμερική, Αντίλες, Δανία, Γερμανία, Ιταλία, Ινδίες κλπ.).
Η χλωρίδα και η πανίδα διέφεραν σημαντικά κατά την περίοδο αυτή από τις αντίστοιχες του μεσοζωικού αιώνα. Πράγματι, με τη λήξη του μεσοζωικού, τα μεγάλα ερπετά υποσκελίστηκαν από μικρότερες μορφές. Επίσης οι αμμωνίτες, οι ρουδιστές και οι βελεμνίτες έπαψαν να κατακλύζουν τις θάλασσες. Στον αέρα, τα οδοντοφόρα πτηνά υποκαταστάθηκαν από άλλα είδη χωρίς δόντια, που έμοιαζαν πολύ περισσότερο με τα σημερινά. Το θαλάσσιο περιβάλλον κατά το η. κατοικήθηκε από τρηματοφόρα και ειδικότερα από νουμμουλίτες. Μεγάλη λιθογενετική σημασία παρουσίαζαν τα κοράλλια, που συνέχιζαν να σχηματίζουν απόκρημνες ακτές κατά μήκος της μεσογειακής λεκάνης. Άφθονες ήταν οι χαρακτηριστικές μορφές των ακανόνιστων εχινοδέρμων και των οστρακωδών. Τα μαλάκια εξακολουθούσαν να παρουσιάζουν ενδιαφέρουσες μορφές, ενώ από τα ψάρια κυριαρχούσαν εκείνα που είχαν οστέινο σκελετό. Εμφανίστηκαν επίσης τα πρώτα θαλάσσια θηλαστικά. Στην ξηρά, η εξαφάνιση των μεγάλων ερπετών άφησε ελεύθερο το πεδίο στην ανάπτυξη των θηλαστικών.
Η χλωρίδα παρουσίαζε τεράστια εξάπλωση των αγγειοσπέρμων, τα οποία ευνοήθηκαν από την προοδευτική επίδραση πάνω στη Γη ενός θερμού κλίματος, με τοπικές όμως παραλλαγές, που είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ειδικών ομάδων, ανάλογα με τις κλιματικές περιοχές όπου ανήκαν.
Στα ηωκαινικά στρώματα περικλείονται διάφορα κοιτάσματα ορυκτών. Σπουδαιότερα και πιο εκμεταλλεύσιμα από αυτά είναι του βωξίτη, του χρυσού (Καρπάθια και Νότια Αμερική), του πετρελαίου, του φωσφόρου, του αργίλου, του γύψου, του λιγνίτη, όπως επίσης και διάφορα δομήσιμα υλικά.
Στην Ελλάδα τα στρώματα του παλαιόκαινου και του η. είναι κυρίως ασβεστόλιθοι, με πλούσια πανίδα από τρηματοφόρα και κατά δεύτερο λόγο κοράλλια. Συναντώνται επίσης και κερατόλιθοι που παρεμβάλλονται μέσα στους ασβεστόλιθους. Πάνω από αυτούς αναπτύσσεται ο ηωκαινικο-ολιγοκαινικός φλύσχης, ο οποίος στα κατώτερα μέρη του αποτελείται από αργίλους, μάργες και λεπτόκοκκους ψαμμίτες, ενώ στα ανώτερα από χονδρόκοκκους ψαμμίτες και κροκαλοπαγή. Τα παλαιογενή στρώματα, μαζί με τα μεσοζωικά, συνέβαλαν σημαντικά στην κατασκευή των ορέων της Ελλάδας. Τα βουνά των Ιονίων νήσων, η Πίνδος, τα Άγραφα, ο Όρθρυς, τα περισσότερα βουνά της Εύβοιας, της Κρήτης, της Χίου, της Αττικής, της Πελοποννήσου κλπ. αποτελούνται κατά μεγάλο μέρος από μεσοζωικά και παλαιογενή στρώματα. Επίσης, ηωκαινικά στρώματα βρίσκονται στη ζώνη του Αξιού, στη Δειναρική ζώνη και στην ελληνική Θράκη. Στην περιοχή Αλεξανδρούπολης και Κομοτηνής υπάρχουν ηωκαινικοί λιγνίτες (οι μόνοι παλαιογενούς ηλικίας στην Ελλάδα), ενώ οι άλλες λιγνιτοφόρες λεκάνες της Ελλάδας είναι νεογενούς ηλικίας.
Κατά το παλαιόκαινο και το η., η Ελλάδα ήταν καλυμμένη ολόκληρη από θάλασσα – εκτός από τις κρυσταλλοπαγείς μάζες που δεν καλύφθηκαν ποτέ, γιατί δεν παρουσιάζουν αποθέσεις θαλάσσιων ιζημάτων. Κατά τα τέλη του η. οι θάλασσες άρχισαν να γίνονται πιο αβαθείς.
Πάνω, συσχέτιση των ηωκαινικών στρωματογραφικών σειρών της λεκάνης του Παρισιού (αριστερά) και των Βικεντιανών Άλπεων (δεξιά): c) θαλάσσιοι ασβεστόλιθοι· cl) λιμναίοι ασβεστόλιθοι· sm) θαλάσσια άμμος· sc) χερσαία άμμος· al) λιμναίες λιγνιτοφόροι άργιλοι· m) μάργες· cm) μαργαϊκοί ασβεστόλιθοι· t) ηφαιστειακοί τόφοι. Τα σχέδια αριστερά παρουσιάζουν σημαντικά δείγματα απολιθωμάτων της ζωής κατά το ηώκαινο: 1) διάτρημα, πτηνό ύψους περίπου 2 μ.· 2) φενακόδους, θηλαστικό, πρόγονος των οπληφόρων· 3) αξτούρια ζικ-ζακ, κεφαλόποδο πou επέζησε των προηγούμενων περιόδων· 4) νουμμουλίτες, τρηματοφόρα που δημιουργούν οργανογενή πετρώματα.
Dictionary of Greek. 2013.